κλήσει

κλήσει
κλῄσει
κλείω 1
shut: aor subj act 3rd sg (attic epic )
κλείω 1
shut: fut ind mid 2nd sg (attic )
κλείω 1
shut: fut ind act 3rd sg (attic )
κλῄζω 1
make famous: aor subj act 3rd sg (epic ionic )
κλῄζω 1
make famous: fut ind mid 2nd sg
κλῄζω 1
make famous: fut ind act 3rd sg
κλῄ̱σει , κλῇσις
fem nom /voc /acc dual (attic epic )
κλῄ̱σεϊ , κλῇσις
fem dat sg (epic )
κλῄ̱σει , κλῇσις
fem dat sg (attic ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλῄσει — κλείω 1 shut aor subj act 3rd sg (attic epic) κλείω 1 shut fut ind mid 2nd sg (attic) κλείω 1 shut fut ind act 3rd sg (attic) κλῄζω 1 make famous aor subj act 3rd sg (epic ionic) κλῄζω 1 make famous fut ind mid 2nd sg κλῄζω 1 make famous fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήσει — κλή̱σει , κλῆσις calling fem nom/voc/acc dual (attic epic) κλή̱σεϊ , κλῆσις calling fem dat sg (epic) κλή̱σει , κλῆσις calling fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… …   Dictionary of Greek

  • ευφημισμός — ο (ΑΜ εὐφημισμός) [ευφημίζω] 1. έπαινος, εγκώμιο, εύφημη μνεία 2. γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται χρησιμοποίηση εύφημης λέξεως για κάτι δυσάρεστο ή κακό: Εύξεινος πόντος αντί άξενος πόντος, γλυκάδι αντί ξίδι, Ευμενίδες αντί Ερινύες… …   Dictionary of Greek

  • παναληθής — παναληθής, ές (ΑΜ) 1. αυτός που αληθεύει καθ όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός 2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). επίρρ... παναληθῶς (Α) αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀληθής] …   Dictionary of Greek

  • προσφθέγγομαι — ΜΑ μιλώ σε κάποιον, προσφωνώ κάποιον αρχ. 1. χαιρετώ 2. ονομάζω, επονομάζω («ἀγγεῑον... μιᾷ κλήσει προσεφθεγγόμεθα», Πλάτ.) 3. ηχώ σε συμφωνία με κάτι, συνοδεύω με τον ήχο μου («οἱ δὲ [αὐλοὶ] ὑπερτέλιοι προσεφθέγγοντο ἀνδρῶν χοροῑς», Πολυδ.).… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”